- χαρτεμπόριο
- τοεμπόριο χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτεμπόριο — και παλ. γρφ χαρτεμπορείο, το, Ν το εμπόριο χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + εμπόριο. Ο τ. χαρτεμπόριον μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ ο τ. χαρτεμπορεῖον (< χαρτέμπορος) από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαρτεμπορείο — το, Ν βλ. χαρτεμπόριο … Dictionary of Greek
χαρτεμπορικός — ή, ό, Ν [χαρτέμπορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαρτέμπορο ή στο χαρτεμπόριο … Dictionary of Greek
χαρτέμπορος — ο ο έμπορος χαρτιού, αυτός που ασχολείται με το χαρτεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτεμπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαρτεμπόριο ή στο χαρτέμπορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)